- ξεφορμάρισμα
- τό1) вынимание из формы; 2) изменение формы; деформирование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεφορμάρισμα — το [ξεφορμάρω] 1. εξαγωγή από τη φόρμα 2. μεταβολή τού σχήματος ενός αντικειμένου … Dictionary of Greek
ξεφορμάρισμα — το, ατος η αλλαγή της φόρμας, του σχήματος, ή το βγάλσιμο πράγματος από το καλούπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)